- εκθειώ
- (I)ἐκθειῶ (-όω) (Α)εκθειάζω, αποθεώνω.————————(II)(-όω) (AM ἐκθειῶ)αφαιρώ από κάποια ύλη το θειάφι που έχει, ξεθειαφίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκθειάζω — (Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, όω) εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω αρχ. 1. θεοποιώ, αποθεώνω 2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό 3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας … Dictionary of Greek